Ajiaco είναι ουσιαστικό.
[axiˈako]
Το ajiaco είναι μια παραδοσιακή σούπα που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Κούβα και σε κάποιες περιοχές της Αμερικής, συνήθως παρασκευάζεται με διάφορους τύπους πατάτας, κοτόπουλο, καλαμπόκι και μπαχαρικά. Είναι ένα πιάτο που μπορεί να βρεθεί σε ειδικές περιστάσεις καθώς και στην καθημερινή κουζίνα. Χρησιμοποιείται ευρέως στην κουβανέζικη και την κολομβιανή κουζίνα.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο στην γαστρονομική ορολογία.
Me encanta el ajiaco que hace mi abuela.
(Μου αρέσει το αχλάδι που φτιάχνει η γιαγιά μου.)
En Cuba el ajiaco es un plato típico de la región.
(Στην Κούβα, το αχλάδι είναι ένα τυπικό πιάτο της περιοχής.)
Disfrutamos de un delicioso ajiaco en la fiesta familiar.
(Απολαύσαμε ένα νόστιμο αχλάδι στη οικογενειακή γιορτή.)
Estar en el ajiaco.
(Είναι μπερδεμένος.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε μια δύσκολη κατάσταση ή σύγχυση.
Ponerle a alguien a ajiaco.
(Να βάλετε κάποιον σε κατάσταση πίεσης.)
Αυτό αναφέρεται στο να προκαλείτε πίεση ή δυσκολία σε κάποιον.
Hacer ajiaco de la vida.
(Να κάνεις τη ζωή σου πιο σύνθετη.)
Αυτό είναι μια αναφορά στο να περιπλέκεις τα πράγματα στην καθημερινότητα.
Η λέξη ajiaco προέρχεται από τις ινδιάνικες γλώσσες των αυτόχθονων κατοίκων της Αμερικής και συγκεκριμένα από τη γλώσσα Taino, όπου η λέξη "aji" σημαίνει πιπέρι και "aco" αναφέρεται σε σούπα ή ζωμό.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια εκτενή εικόνα για το πιάτο "ajiaco" και τη χρήση του στον ισπανόφωνο κόσμο, ιδίως στην Κούβα.