Ajo είναι ουσιαστικό.
/aˈxo/
Η λέξη ajo αναφέρεται στο σκόρδο, ένα δημοφιλές μπαχαρικό που χρησιμοποιείται σε πολλές κουζίνες παγκοσμίως. Το σκόρδο είναι γνωστό τόσο για τη γεύση όσο και για τις ευεργετικές του ιδιότητες στην υγεία. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό κείμενο, με συχνότητα χρήσης να είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο λόγω των γαστρονομικών παραδόσεων της χώρας.
Me gusta cocinar con ajo.
(Μου αρέσει να μαγειρεύω με σκόρδο.)
El ajo es un ingrediente esencial en la paella.
(Το σκόρδο είναι ένα βασικό συστατικό στην παέγια.)
¿Puedes añadir más ajo a la salsa?
(Μπορείς να προσθέσεις περισσότερο σκόρδο στη σάλτσα;)
Στη γλώσσα των Ισπανών, το ajo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά υποδηλώνουν αναφορές στην υγεία, στη γεύση και στην παραδοσιακή κουζίνα.
Ajo y agua.
(Σκόρδο και νερό.)
Σημαίνει ότι κάτι δεν είναι σημαντικό ή ότι έχει ξεχαστεί.
Hasta el ajo tiene su razón.
(Ακόμη και το σκόρδο έχει τη λογική του.)
Σημαίνει ότι ακόμη και τα πιο απλά πράγματα έχουν τη θέση τους ή τη χρησιμότητά τους.
Más ajo que nunca.
(Περισσότερο σκόρδο από ποτέ.)
Χρησιμοποιείται όταν κάτι αναμένεται να είναι πιο έντονο ή πιο αποτελεσματικό.
Η λέξη ajo προέρχεται από τη λατινική λέξη 'allium', η οποία αναφέρεται στο φυτικό γένος που περιλαμβάνει το σκόρδο, το κρεμμύδι και άλλα.
Συνώνυμα: - ajo fresco (φρέσκο σκόρδο) - ajo seco (ξηρό σκόρδο)
Αντώνυμα: - cebolla (κρεμμύδι) – σε ορισμένα πλαίσια, μπορεί να θεωρηθεί ένα αντίθετο λόγω της έντονης γεύσης και των χαρακτηριστικών τους.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη ajo με λεπτομέρεια και επαρκή παραδείγματα.