ajonjear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ajonjear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Το ρήμα "ajonjear" είναι ρήμα στον αόριστο χρόνο.

Φωνητική μεταγραφή:

axonˈxe.aɾ

Χρήση:

Η λέξη "ajonjear" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά και συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο. Σημαίνει "να ενισχύσεις κάτι με πολλές προσθήκες ή διακοσμήσεις".

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. El pastel era sencillo, pero lo ajonjeó con muchas frutas y crema.
  2. Decidió ajonjear su jardín con luces y figuras decorativas para la Navidad.
  3. ¡No hace falta ajonjear tanto la presentación, la simplicidad es elegante!

Ετυμολογία:

Η λέξη "ajonjear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adiunctare", που σημαίνει να προστίθεται κάτι.

Συνώνυμα:

Αντώνυμα: