Η λέξη "ajonjear" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά και συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο. Σημαίνει "να ενισχύσεις κάτι με πολλές προσθήκες ή διακοσμήσεις".
Παραδειγματικές προτάσεις:
El pastel era sencillo, pero lo ajonjeó con muchas frutas y crema.
Decidió ajonjear su jardín con luces y figuras decorativas para la Navidad.
¡No hace falta ajonjear tanto la presentación, la simplicidad es elegante!
Ετυμολογία:
Η λέξη "ajonjear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adiunctare", που σημαίνει να προστίθεται κάτι.