Το "ajuar" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /a.xwaɾ/
Η λέξη "ajuar" αναφέρεται κυρίως σε ένα σύνολο από υφάσματα, ρούχα και άλλα προσωπικά είδη που φέρνει μαζί της μια νύφη στην οικογένεια του γαμπρού κατά τη διάρκεια του γάμου. Υποδηλώνει την προίκα που είναι απαραίτητη για τη διαβίωση και την ευημερία της νέας οικογένειας. Στη σύγχρονη γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει τον εξοπλισμό ή τα αναγκαία υλικά για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σημαντική κυρίως σε κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα, όπου γίνεται αναφορά σε γάμους ή προετοιμασίες οικογενειακού τύπου. Το "ajuar" χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές περιγραφές που αφορούν την παράδοση.
Ella preparó su ajuar con mucho cariño.
(Αυτή ετοίμασε την προίκα της με πολλή αγάπη.)
El ajuar de la novia se exhibió en la fiesta.
(Η προίκα της νύφης εκτέθηκε στη γιορτή.)
Η λέξη "ajuar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει σημαντικές πολιτιστικές έννοιες.
Después de la boda, el ajuar se convirtió en un símbolo de la nueva vida.
(Μετά τον γάμο, η προίκα έγινε σύμβολο της νέας ζωής.)
En algunas culturas, el ajuar es un regalo esencial para la pareja.
(Σε ορισμένες κουλτούρες, η προίκα είναι ένα απαραίτητο δώρο για το ζευγάρι.)
Η λέξη "ajuar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adjuvare", που σημαίνει "να βοηθάω" ή "να υποστηρίζω". Η σημασία της έχει εξελιχθεί για να περιλάβει τα υλικά που χρησιμοποιούνται στη στήριξη μιας νέας οικογένειας.
Συνώνυμα: - Propuesta (προίκα, σε κάποια συμφραζόμενα) - Atavío (διακόσμηση / εξοπλισμός)
Αντώνυμα: - Despojo (αφαίρεση) - Carestía (έλλειψη)