ajustable είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /a.xusˈta.βle/.
Η λέξη ajustable αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να ρυθμιστεί ή να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες ή τις προτιμήσεις του χρήστη. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως η τεχνολογία και η μεταφορά, και έχει συχνή χρήση και στις δύο γλώσσες, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε τεχνικές προδιαγραφές.
Η λέξη "ajustable" είναι συνηθισμένη σε περιβάλλοντα όπου οι αλλαγές στην προσαρμογή είναι σημαντικές, όπως στη βιομηχανία της μόδας, της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της τεχνολογίας.
La silla es ajustable para mayor comodidad.
(Η καρέκλα είναι ρυθμιζόμενη για μεγαλύτερη άνεση.)
Este cinturón es ajustable a diferentes tamaños.
(Αυτή η ζώνη είναι ρυθμιζόμενη σε διάφορα μεγέθη.)
Las configuraciones son ajustables según las preferencias del usuario.
(Οι ρυθμίσεις είναι ρυθμιζόμενες σύμφωνα με τις προτιμήσεις του χρήστη.)
Η λέξη ajustable δεν έχει ευρέως χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλα ουσιαστικά ή ρήματα για να υποδηλώσει παραλλαγές ή την έννοια της προσαρμογής.
Una solución ajustable a diversas situaciones.
(Μια ρυθμιζόμενη λύση σε διάφορες καταστάσεις.)
Mecanismos ajustables para mayor eficiencia.
(Ρυθμιζόμενοι μηχανισμοί για μεγαλύτερη αποδοτικότητα.)
Un sistema ajustable que se adapta a tus necesidades.
(Ένα ρυθμιζόμενο σύστημα που προσαρμόζεται στις ανάγκες σου.)
Η λέξη ajustable προέρχεται από το ρήμα "ajustar," το οποίο σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να ρυθμίζω." Το επίθημα "-able" υποδηλώνει την ικανότητα ή την δυνατότητα, έτσι η λέξη εννοεί "εκείνο που μπορεί να ρυθμιστεί ή να προσαρμοστεί."
adaptable
Αντώνυμα: