Η λέξη "ajustado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ajustado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /axusˈtado/.
Η λέξη "ajustado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει τροποποιηθεί ή προσαρμοστεί κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις. Σημαίνει επίσης κάτι που είναι σφιχτό ή στενό, π.χ. ρούχα. Στη νομική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται σε μια συνθήκη ή κατάσταση που έχει σταθεροποιηθεί και έχει ευελιξία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αν και δεν είναι σπάνια και στον προφορικό λόγο.
Los pantalones están ajustados.
(Οι παντελόνες είναι στενές.)
Debo presentar un informe ajustado a las normas.
(Πρέπει να παρουσιάσω μία αναφορά προσαρμοσμένη στους κανόνες.)
La situación financiera se ha ajustado a las nuevas condiciones del mercado.
(Η οικονομική κατάσταση έχει προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της αγοράς.)
Η λέξη "ajustado" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Estar ajustado de dinero.
(Να είσαι περιορισμένος οικονομικά.)
Ajustar cuentas.
(Τακτοποιώ λογαριασμούς.)
Ajustarse a la realidad.
(Προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα.)
Un horario ajustado.
(Ένα σφιχτό πρόγραμμα.)
Η λέξη "ajustado" προέρχεται από το ρήμα "ajustar", το οποίο σχηματίζεται από το "a-" (πρόθεμα που σημαίνει "σε") και "justar" (που σημαίνει "εναρμονίζω" ή "ρυθμίζω"). Το "justar" προέρχεται από το λατινικό "justare".
Συνώνυμα: - Alineado (ευθυγραμμισμένος) - Preciso (ακριβής)
Αντώνυμα: - Holgado (χαλαρός) - Desajustado (ακατάστατος)