ajustador: ουσιαστικό, αρσενικό.
/axus̬.taˈðoɾ/
Η λέξη ajustador αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει τη λειτουργία να ρυθμίζει, να προσαρμόζει ή να διορθώνει. Χρησιμοποιείται συχνά για επαγγελματίες που ειδικεύονται σε διαδικασίες ρύθμισης ή προσαρμογής μηχανών, συσκευών ή άλλων κατασκευών. Υπάρχει αξιόλογη συχνότητα χρήσης της λέξης, κυρίως σε τεχνικά και επαγγελματικά πλαίσια. Εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό λόγο, ιδίως σε εγχειρίδια και επαγγελματικής φύσης κείμενα.
El ajustador de la máquina de coser necesita ser calibrado.
(Ο ρυθμιστής της μηχανής ραψίματος χρειάζεται να ρυθμιστεί.)
Mi padre trabaja como ajustador de instrumentos musicales.
(Ο πατέρας μου εργάζεται ως διορθωτής μουσικών οργάνων.)
El ajustador de la presión del agua está defectuoso.
(Ο ρυθμιστής της πίεσης του νερού είναι ελαττωματικός.)
Η λέξη ajustador χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
«En el negocio, siempre debes ser un ajustador de cuentas antes de tomar decisiones importantes.»
(Στην επιχείρηση, πρέπει πάντα να είσαι ρυθμιστής λογαριασμών πριν πάρεις σημαντικές αποφάσεις.)
Encontrar un ajustador de problemas
(Να βρεις έναν διορθωτή προβλημάτων)
«Necesitamos encontrar un ajustador de problemas para resolver la controversia.»
(Χρειαζόμαστε να βρούμε έναν διορθωτή προβλημάτων για να λύσουμε την αντιπαράθεση.)
Ajustador de expectativas
(Ρυθμιστής προσδοκιών)
«Es importante ser un ajustador de expectativas antes de comenzar un nuevo proyecto.»
(Είναι σημαντικό να είσαι ρυθμιστής προσδοκιών πριν ξεκινήσεις ένα νέο έργο.)
Ser un buen ajustador en el trabajo en equipo
(Να είσαι καλός ρυθμιστής στην ομαδική εργασία)
Η λέξη ajustador προέρχεται από το ρήμα ajustar, το οποίο σημαίνει "ρυθμίζω" ή "προσαρμόζω". Η χρήση του στη γλώσσα επικεντρώνεται στους τομείς που απαιτούν ρύθμιση ή διόρθωση.
Συνώνυμα: - Rítmico (ρυθμιστής) - Corresponsal (διορθωτής)
Αντώνυμα: - Desajustado (κακός ρυθμιστής) - Desorganizador (αποδιοργανωτής)