Το "ajustar" είναι ρήμα.
/a.xusˈtaɾ/
Η λέξη "ajustar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδείξει τη διαδικασία προσαρμογής ή ρύθμισης κάποιου πράγματος σε συγκεκριμένες συνθήκες ή ανάγκες. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται σε πολλά πλαίσια, όπως η οικονομία, οι νομικές διαδικασίες, και οι τεχνικές ρυθμίσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να παρατηρείται περισσότερη στα επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα.
Los ingenieros deben ajustar los parámetros de la máquina para que funcione correctamente.
(Οι μηχανικοί πρέπει να ρυθμίσουν τις παραμέτρους της μηχανής ώστε να λειτουργεί σωστά.)
Es necesario ajustar el presupuesto para evitar gastos innecesarios.
(Είναι απαραίτητο να ρυθμίσουμε τον προϋπολογισμό για να αποφύγουμε περιττές δαπάνες.)
Η λέξη "ajustar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες παραδειγματικές προτάσεις:
Ajustar cuentas.
(Μεταφράζεται ως "κάνω τους υπολογισμούς" και αναφέρεται στην ανασκόπηση των οικονομικών ή προσωπικών λογαριασμών.)
Ejemplo: Después de varios meses, finalmente necesitamos ajustar cuentas.
(Μετά από αρκετούς μήνες, τελικά χρειάζεται να κάνουμε τους υπολογισμούς.)
Ajustar el tiro.
(Σημαίνει "ρυθμίζω την κατεύθυνση" και χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για μια προσαρμογή ή αλλαγή στρατηγικής.)
Ejemplo: Vamos a ajustar el tiro en nuestra campaña de marketing.
(Θα ρυθμίσουμε την κατεύθυνση στην καμπάνια μάρκετινγκ.)
Ajustarse a las circunstancias.
(Σημαίνει "προσαρμόζομαι στις συνθήκες" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα προσαρμογής σε αλλαγές.)
Ejemplo: Es importante ajustarse a las circunstancias cambiantes del mercado.
(Είναι σημαντικό να προσαρμοστούμε στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.)
Το "ajustar" προέρχεται από το Λατινικό "adjūstare", το οποίο σημαίνει "να τοποθετώ μαζί" ή "να ρυθμίζω". Η αφετηρία του δείχνει την έννοια της ρύθμισης ή προσαρμογής κάποιου πράγματος σε μια κατάλληλη κατάσταση.