Το "ajustarse" είναι ρήμα.
/a.xusˈtaɾ.se/
Η λέξη "ajustarse" σημαίνει την προσαρμογή ή τη ρύθμιση σε κάτι, είτε πρόκειται για φυσική κατάσταση είτε για κατάσταση που αφορά νόμους, κανόνες ή καταστάσεις. Χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις, όχι μόνο σε καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά και σε νομικά ή επίσημα κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς η έννοια της προσαρμογής είναι κοινώς απαραίτητη σε πολλές περιστάσεις.
Είναι συχνά χρησιμοποιούμενο σε διάφορους τομείς, όπως: - καθημερινές συνομιλίες - νομικά κείμενα - επιχειρηματικές συνομιλίες
Οι υπάλληλοι πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες πολιτικές της εταιρείας.
Es importante ajustarse a las normas de seguridad en el trabajo.
Το "ajustarse" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Προσαρμόζομαι στις συνθήκες.
Es necesario ajustarse a la realidad.
Είναι απαραίτητο να προσαρμοστείς στην πραγματικότητα.
Puede que tengas que ajustarte a lo inesperado.
Μπορεί να χρειαστεί να προσαρμοστείς σε αυτό που δεν περιμένεις.
Aprender a ajustarse a diferentes situaciones es clave.
Η εκμάθηση του πώς να προσαρμόζεσαι σε διαφορετικές καταστάσεις είναι κλειδί.
No todos pueden ajustarse fácilmente.
Η λέξη "ajustarse" προέρχεται από το λατινικό "adjustare" που σημαίνει "ρυθμίζω". Η σύνθεση των προθέσεων "a" (σε) και "justo" (σωστός) υποδηλώνει τη διαδικασία να επιτευχθεί η σωστή κατάσταση.