Η λέξη "ajuste" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια διαδικασία ρύθμισης ή προσαρμογής, συνήθως για να ανταποκριθεί σε νέες συνθήκες ή απαιτήσεις. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις, όπως σε οικονομικά, νομικά ή ιατρικά συμφραζόμενα. Σε γενικές γραμμές, η "ajuste" υποδηλώνει την ανάγκη προσαρμογής για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η ρύθμιση του προϋπολογισμού είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στόχοι.
Hicieron un ajuste en las normas para adaptarse a la nueva legislación.
Η λέξη "ajuste" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η φράση σημαίνει να καταγράψετε ή να επιλύσετε μια οικονομική οφειλή ή διαφορά.
Estar en un ajuste de cuentas
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου πρέπει να λυθούν διαφορές ή παρεξηγήσεις.
Ajustar el tiro
Η λέξη "ajuste" προέρχεται από το ρήμα "ajustar", το οποίο σημαίνει «να προσαρμόσω» ή «να προσαρμοστώ». Αυτό ενσωματώνει τη ρίζα "just" που σχετίζεται με τη δικαιοσύνη και την ισορροπία.
reglaje (ρύθμιση)
Αντώνυμα: