al azar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

al azar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "al azar" είναι μια πρόθεση ή μια φράση που χρησιμοποιείται ως επίρρημα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "al azar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /al aˈθaɾ/ (στην Ισπανία) ή /al aˈsaɾ/ (στη Λατινική Αμερική).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "al azar" σημαίνει "τυχαία" ή "κατά τύχη". Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάτι γίνεται χωρίς καθορισμένο τρόπο ή σχέδιο. Είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Eligiendo números al azar, ganó el premio."
    (Επιλέγοντας αριθμούς τυχαία, κέρδισε το βραβείο.)

  2. "Hicieron la selección de los participantes al azar."
    (Έκαναν την επιλογή των συμμετεχόντων τυχαία.)

  3. "Los datos fueron recogidos al azar para el estudio."
    (Τα δεδομένα συλλέχθηκαν κατά τύχη για την μελέτη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "al azar" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες προτάσεις που υποδηλώνουν τυχαία δράση ή κατάσταση.

  1. "Tomamos una decisión al azar."
    (Πήραμε μια απόφαση τυχαία.)

  2. "El juego se basa en seleccionar cartas al azar."
    (Το παιχνίδι βασίζεται στην επιλογή καρτών τυχαία.)

  3. "Al azar, encontré un viejo amigo en la calle."
    (Κατά τύχη, βρήκα έναν παλιό φίλο στο δρόμο.)

  4. "La actividad fue organizada al azar entre los estudiantes."
    (Η δραστηριότητα οργανώθηκε τυχαία μεταξύ των μαθητών.)

  5. "Se eligió un ganador al azar en la rifa."
    (Ένας νικητής επιλέχθηκε τυχαία στη λαχειοφόρο αγορά.)

  6. "El experimento se diseñó al azar para evitar sesgos."
    (Το πείραμα σχεδιάστηκε τυχαία για να αποφευχθούν τα προκαταλήψεις.)

Ετυμολογία

Η φράση "al azar" προέρχεται από το αραβικό "az-zahr", που σημαίνει "το ζάρι", υποδηλώνοντας στοιχεία τυχαιότητας και απρογραμμάτιστης δράσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aleatoriamente (τυχαία) - de manera aleatoria (με τυχαίο τρόπο)

Αντώνυμα: - deliberadamente (σκόπιμα) - intencionadamente (με πρόθεση)



23-07-2024