al contado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

al contado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "al contado" είναι μια επιρρηματική έκφραση.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου:
[al konˈtado]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "al contado" χρησιμοποιείται σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε πληρωμές που γίνονται εφάπαξ, χωρίς δόσεις. Σε σύγκριση με την πλειονότητα των συναλλαγών που μπορεί να περιλαμβάνουν πιστώσεις ή δόσεις, η πληρωμή "al contado" δηλώνει ότι ο πελάτης πληρώνει όλο το ποσό αμέσως. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο σε οικονομικά ή νομικά κείμενα.

Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι μέτρια προς υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He decidido comprar el coche al contado.
    (Αποφάσισα να αγοράσω το αυτοκίνητο μετρητά.)

  2. Si pagas al contado, obtendrás un descuento.
    (Αν πληρώσεις εφάπαξ, θα πάρεις μια έκπτωση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η έκφραση "al contado" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με πληρωμές και συναλλαγές:

  1. Pagar al contado es siempre una buena opción.
    (Η πληρωμή μετρητά είναι πάντα μια καλή επιλογή.)

  2. Al contado se evita el interés en las compras.
    (Με την πληρωμή εφάπαξ αποφεύγεται το τόκος στις αγορές.)

  3. Los precios al contado son más bajos que los de crédito.
    (Οι τιμές μετρητά είναι χαμηλότερες από εκείνες της πίστωσης.)

  4. Prefiero realizar las transacciones al contado para simplificar el proceso.
    (Προτιμώ να πραγματοποιώ τις συναλλαγές μετρητά για να απλουστεύω τη διαδικασία.)

  5. El vendedor solo acepta pagos al contado por esta propiedad.
    (Ο πωλητής δέχεται μόνο πληρωμές μετρητά για αυτή την ιδιοκτησία.)

  6. Los clientes que pagan al contado disfrutan de un servicio preferencial.
    (Οι πελάτες που πληρώνουν μετρητά απολαμβάνουν προνομιακή εξυπηρέτηση.)

Ετυμολογία

Η φράση "al contado" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "contado," που σημαίνει «μετρητά» ή «αριθμημένοι», και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "contare," που σημαίνει «να μετρώ».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- en efectivo (σε μετρητά) - de una sola vez (εφάπαξ)

Αντώνυμα:
- a plazos (με δόσεις) - a crédito (με πίστωση)



23-07-2024