"al lado" είναι ένα προθετικό φράσμα (prepositional phrase) στα Ισπανικά.
[al ˈlaðo]
Η φράση "al lado" σημαίνει κυριολεκτικά "δίπλα" ή "στο πλάι". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη θέση ή τοποθεσία κάποιου πράγματος ή ατόμου σε σχέση με κάτι άλλο. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη φράση και μπορεί να βρίσκεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο σε καθημερινές συζητήσεις ή περιγραφές.
Ο σκύλος είναι δίπλα στο σπίτι.
Ella se sentó al lado de mí en el cine.
Αυτή κάθισε δίπλα μου στον κινηματογράφο.
El libro está al lado de la computadora.
Η φράση "al lado" δεν εμφανίζεται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες κοινές χρήσεις σε κώδικες και φράσεις.
Είμαι δίπλα στο δρόμο.
Tener a alguien al lado.
Έχω κάποιον δίπλα μου.
No estoy al lado de tus deseos.
Δεν είμαι δίπλα στις επιθυμίες σου.
Siempre estaré al lado de ti.
Πάντα θα είμαι δίπλα σου.
El coche está al lado del árbol.
Η έκφραση "al lado" προέρχεται από τη σύνθεση της πρόθεσης “a” (σε, προς) και της λέξης “lado” (πλευρά), η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει κοντινές θέσεις ή γειτνίαση.
Συνώνυμα: - junto a (δίπλα) - cerca de (κοντά σε)
Αντώνυμα: - lejos de (μακριά από) - enfrente de (απέναντι από)