Η φράση "al por mayor" χρησιμοποιείται ως επίρρημα.
Η φράση προφέρεται ως /al poɾ maˈxoɾ/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η φράση "al por mayor" αναφέρεται στη διαδικασία πώλησης εμπορευμάτων σε μεγάλες ποσότητες, κυρίως σε επιχειρήσεις ή άτομα που σκοπεύουν να μεταπωλήσουν αυτά τα προϊόντα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη εμπορική γλώσσα και συνήθως συναντάται σε γραπτές μορφές, όπως σε συμβόλαια ή τιμοκαταλόγους, αλλά και σε προφορικές διαπραγματεύσεις.
Οι έμποροι αγοράζουν προϊόντα χονδρικά για να μειώσουν τα κόστη.
El negocio se especializa en la venta al por mayor de alimentos.
Η επιχείρηση ειδικεύεται στην πώληση χονδρικής τροφίμων.
Si compras al por mayor, recibirás descuentos significativos.
Η φράση "al por mayor" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με εμπορικές πρακτικές.
Να πουλάς χονδρικά και λιανικά.
Comprar al por mayor es una buena estrategia para los minoristas.
Η αγορά χονδρικά είναι μια καλή στρατηγική για τους λιανέμπορους.
Las ofertas al por mayor suelen ser muy atractivas para los compradores.
Οι προσφορές χονδρικής είναι συνήθως πολύ ελκυστικές για τους αγοραστές.
Muchos negocios prosperan al enfocarse en ventas al por mayor.
Πολλές επιχειρήσεις ευημερούν επικεντρωμένες σε πωλήσεις χονδρικής.
El stock se vende al por mayor para alcanzar un mayor margen de beneficio.
Η φράση "al por mayor" προέρχεται από τα ισπανικά, όπου "por mayor" σημαίνει "σε μεγαλύτερη ποσότητα". Η χρήση της σχετίζεται με τις εμπορικές συναλλαγές που αποσκοπούν σε αποτελεσματικές και κόστος-αποτελεσματικές πωλήσεις.
Συνώνυμα: - “al por menor” (λιανική πώληση)
Αντώνυμα: - “retail” (λιανεμπορική πώληση), αν και αυτό είναι περισσότερο ένα αγγλικό όρο που αναφέρεται στην ίδια έννοια στο ελληνικό περιβάλλον.