Η λέξη "alado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει μια λεπτή ή ελαφρώς κυματιστή μορφή, συχνά αναφερόμενη σε φυσικά στοιχεία όπως το σώμα, τα φύλλα ή τα κύματα. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή λογοτεχνία.
Το φόρεμα που φοράει είναι πολύ λεπτό και κομψό.
La hoja del árbol era alada y suave al tacto.
Το φύλλο του δέντρου ήταν λεπτό και απαλό στην αφή.
El mar parece alado en un día soleado.
Η λέξη "alado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ζωή χωρίς βάσανα ή περιορισμούς.
Pensamientos alados.
Αναφέρεται σε σκέψεις που είναι ελαφριές και ελεύθερες.
Alas aladas de la imaginación.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δύναμη της φαντασίας όταν μπορεί να πετάξει ελεύθερα.
Un espíritu alado.
Η λέξη "alado" προέρχεται από το ρήμα "alar", το οποίο σημαίνει "να έχει φτερά" ή "να πετά". Ετυμολογικά, συνδέεται με την έννοια της ελευθερίας και της ελαφρότητας.