Το "alagar" είναι ρήμα.
/alaˈɣaɾ/
Το "alagar" σημαίνει να επιτρέπεις σε κάποιον ή σε κάτι να έρθει κοντά σου, συνήθως σε μια αγκαλιά ή σε μια κατάσταση φιλίας και υποστήριξης. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των σχέσεων και της φιλίας. Αν και δεν είναι απόλυτα συχνό στη χρήση, μπορεί να αναφερθεί σε προσωπικές αλληλεπιδράσεις στον προφορικό λόγο περισσότερο από ό,τι στο γραπτό.
"Πάντα προσπαθώ να προσφέρω αγκαλιά στους φίλους μου."
"Ella necesita que la alaguen cuando está triste."
"Χρειάζεται να την αγκαλιάσουν όταν είναι λυπημένη."
"Los niños suelen alagar a sus padres cuando están cansados."
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, το "alagar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που εκφράζουν συναισθηματική υποστήριξη ή εγγύτητα.
"Η música puede alagar el corazón de las personas."
"Alagar a alguien con amor"
"Es importante alagar a las personas que queremos."
"Alagar de alegría"
Η λέξη "alagar" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "agazaparse" που σημαίνει το να κλείνεις κάτι ή να το φέρνεις κοντά. Η ρίζα της περνά από διάφορες εξελίξεις στη δράση του να έχεις κοντά κάποιον.
Συνώνυμα: - Acariciar (να χαϊδεύεις) - Abrazar (να αγκαλιάζεις)
Αντώνυμα: - Rechazar (να απορρίπτεις) - Alejar (να απομακρύνεις)