Λέξη: alameda
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (feminine)
Φωνητική μεταγραφή: [alaˈmeða]
Η λέξη "alameda" αναφέρεται συνήθως σε μια δενδροστοιχία ή λεωφόρο που είναι φυτεμένη με δέντρα, συνήθως για να προσφέρει σκιά και ομορφιά σε δημόσιους χώρους. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο πόλεων ή πάρκων και δηλώνει μια μακρά, φαρδιά λεωφόρο που προσφέρει έναν ευχάριστο περίπατο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά σε τουριστικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα.
La alameda del parque es ideal para pasear.
(Η δενδροστοιχία του πάρκου είναι ιδανική για περίπατο.)
Me encanta caminar por la alameda cuando hace buen tiempo.
(Μου αρέσει να περπατώ στη λεωφόρο όταν έχει καλό καιρό.)
En la alameda hay muchas familias disfrutando de un picnic.
(Στη δενδροστοιχία υπάρχουν πολλές οικογένειες που απολαμβάνουν ένα πικνίκ.)
Η λέξη "alameda" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες φράσεις και ιδιωματικές εκφράσεις:
"Caminar por la alameda de los recuerdos."
(Να περπατάς στη λεωφόρο των αναμνήσεων.) - χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε αναμνήσεις και περιστάσεις του παρελθόντος.
"La alameda de sueños perdidos."
(Η λεωφόρος των χαμένων ονείρων.) - αναφέρεται σε επιθυμίες ή στόχους που δεν επιτευχθήκαν.
"Encontrarse en la alameda del destino."
(Ναβρίσκεσαι στη λεωφόρο του πεπρωμένου.) - μιλά για σημαντικές συγκυρίες στη ζωή που οδηγούν σε συνάντηση σημαντικών ανθρώπων.
"Perderse en la alameda de las posibilidades."
(Να χαθείς στη λεωφόρο των πιθανοτήτων.) - σημαίνει να σκεφτείς τις πολλές πιθανές επιλογές στη ζωή.
Η λέξη "alameda" προέρχεται από το αραβικό "al-ʕāmid" που σημαίνει «δέντρο» ή «δενδροστοιχία» και εξελίχθηκε μέσω του ισπανικού στη σημερινή της μορφή.
Συνώνυμα: - avenida (λεωφόρος) - soto (δασώδης περιοχή)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - vacío (κενό)