Το "alar" είναι ρήμα.
/ph.ɾaɾ/
Το "alar" στα Ισπανικά σημαίνει "να είναι ικανός να" ή "να έχει τη δυνατότητα να". Είναι ένα ουδέτερο ρήμα που χρησιμοποιείται σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις και είναι σχετικά συχνό και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Él puede alar el peso del mundo.
(Αυτός μπορεί να σηκώσει το βάρος του κόσμου.)
Si estudias mucho, puedes alar un buen examen.
(Αν διαβάσεις πολύ, μπορείς να περάσεις καλά την εξέταση.)
No dudes, tú puedes alar cualquier desafío que se presente.
(Μην αμφιβάλλεις, μπορείς να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε πρόκληση παρουσιαστεί.)
Το "alar" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που το περιλαμβάνουν.
(Να υλοποιήσεις τα όνειρα σου.)
No hay nada que alar más que la fe.
(Δεν υπάρχει τίποτα πιο ικανό από την πίστη.)
Alar los puentes.
(Να χτίζεις γέφυρες.)
Con esfuerzo, puedes alar tus metas.
Η λέξη "alar" προέρχεται από το λατινικό "ala", που σημαίνει φτερό ή πτέρυγα, υποδηλώνοντας την ικανότητα και την ελευθερία κινήσεων.