alardear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alardear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Alardear είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/alaɾˈðeaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη alardear σημαίνει το να καυχιέται κάποιος για κάτι, συχνά με έναν υπερβολικό ή υπερήφανο τρόπο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη κάποιου να αναδείξει τα επιτεύγματά του ή τα προσόντα του, συχνά σε περιβάλλοντα που δεν απαιτούν αυτή την υπερηφάνεια.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él siempre alardea de sus éxitos en el trabajo.
    Αυτός πάντα καυχιέται για τις επιτυχίες του στη δουλειά.

  2. No me gusta alardear, prefiero ser humilde.
    Δεν μου αρέσει να αλαζονεύομαι, προτιμώ να είμαι ταπεινός.

  3. Ella alardea de sus conocimientos en el grupo.
    Αυτή καυχιέται για τις γνώσεις της στην ομάδα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη alardear χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.

  1. Alardear de lo que no se tiene.
    (Να καυχιέσαι για ό,τι δεν έχεις.)
    Σημαίνει να υπερηφανεύεσαι για πράγματα που δεν είναι πραγματικά δικά σου.

  2. Alardear sin motivo.
    (Να καυχιέσαι χωρίς λόγο.)
    Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος περηφανεύεται για μια κατάσταση χωρίς καλή βάση.

  3. No vale la pena alardear.
    (Δε Worth να αλαζονεύεσαι.)
    Σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να επιδεικνύεις υπερηφάνεια.

  4. Alardear en exceso puede resultar molesto.
    (Η υπερβολική καύχηση μπορεί να είναι ενοχλητική.)
    Υποδηλώνει ότι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μπορεί να προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη alardear προέρχεται από τη γαλλική λέξη "halard", που σημαίνει "φωνακλάς" ή "αλαζόνας". Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη εξελίχθηκε και καθιερώθηκε ως αυτήν την έννοια της καύχησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Presumir - Jactarse - Vanagloriarse

Αντώνυμα: - Humillarse - Ser modesto - Despreciarse



23-07-2024