Alardear είναι ρήμα.
/alaɾˈðeaɾ/
Η λέξη alardear σημαίνει το να καυχιέται κάποιος για κάτι, συχνά με έναν υπερβολικό ή υπερήφανο τρόπο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάγκη κάποιου να αναδείξει τα επιτεύγματά του ή τα προσόντα του, συχνά σε περιβάλλοντα που δεν απαιτούν αυτή την υπερηφάνεια.
Él siempre alardea de sus éxitos en el trabajo.
Αυτός πάντα καυχιέται για τις επιτυχίες του στη δουλειά.
No me gusta alardear, prefiero ser humilde.
Δεν μου αρέσει να αλαζονεύομαι, προτιμώ να είμαι ταπεινός.
Ella alardea de sus conocimientos en el grupo.
Αυτή καυχιέται για τις γνώσεις της στην ομάδα.
Η λέξη alardear χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Alardear de lo que no se tiene.
(Να καυχιέσαι για ό,τι δεν έχεις.)
Σημαίνει να υπερηφανεύεσαι για πράγματα που δεν είναι πραγματικά δικά σου.
Alardear sin motivo.
(Να καυχιέσαι χωρίς λόγο.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος περηφανεύεται για μια κατάσταση χωρίς καλή βάση.
No vale la pena alardear.
(Δε Worth να αλαζονεύεσαι.)
Σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να επιδεικνύεις υπερηφάνεια.
Alardear en exceso puede resultar molesto.
(Η υπερβολική καύχηση μπορεί να είναι ενοχλητική.)
Υποδηλώνει ότι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μπορεί να προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις.
Η λέξη alardear προέρχεται από τη γαλλική λέξη "halard", που σημαίνει "φωνακλάς" ή "αλαζόνας". Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη εξελίχθηκε και καθιερώθηκε ως αυτήν την έννοια της καύχησης.
Συνώνυμα: - Presumir - Jactarse - Vanagloriarse
Αντώνυμα: - Humillarse - Ser modesto - Despreciarse