Η λέξη "alargada" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [alaɾˈɣaða]
Η λέξη "alargada" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει επιμηκυνθεί ή έχει μακρύτερη μορφή σε σύγκριση με άλλες μορφές. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El barco tiene una forma alargada que le permite navegar más rápido.
(Το πλοίο έχει επιμηκή μορφή που του επιτρέπει να πλοηγείται πιο γρήγορα.)
La mesa es alargada y puede acomodar a más personas.
(Το τραπέζι είναι επιμηκυσμένο και μπορεί να χωρέσει περισσότερους ανθρώπους.)
Η λέξη "alargada" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές παραδείγματα που δείχνουν πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:
La sombra del árbol es alargada al atardecer.
(Η σκιά του δέντρου είναι επιμηκης κατά τη δύση του ηλίου.)
En una carrera, un corredor puede tener una zancada alargada para ganar ventaja.
(Σε έναν αγώνα, ένας δρομέας μπορεί να έχει επιμηκή βήμα για να κερδίσει πλεονέκτημα.)
Su mirada alargada por la preocupación no pasó desapercibida.
(Η επιμηκης του ματιά από την ανησυχία δεν πέρασε απαρατήρητη.)
Η λέξη "alargada" προέρχεται από το ρήμα "alargar", που σημαίνει "να επιμηκύνω". Το "alargar" έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "alargare".
Συνώνυμα:
- Extensa (εκτενής)
- Prolongada (παραταμένη)
Αντώνυμα:
- Corto (κοντός)
- Breve (σύντομος)