Το "alargamiento" είναι ουσιαστικό.
/alaɾɣamjen̪to/
Η λέξη "alargamiento" αναφέρεται στην πράξη της επιμήκυνσης ή της διεύρυνσης ενός αντικειμένου ή μιας διαδικασίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, τα μαθηματικά και το δίκαιο, για να περιγράψει την αύξηση του μήκους ή της διάρκειας. Στην καθημερινή ομιλία, η λέξη χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά συγκριτικά με γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να βρεθεί σε τεχνικά κείμενα και εξειδικευμένα άρθρα.
El alargamiento del periodo de prueba es necesario.
(Η επιμήκυνση της περιόδου δοκιμής είναι απαραίτητη.)
El alargamiento de la carretera facilitará el tráfico.
(Η επιμήκυνση του δρόμου θα διευκολύνει την κυκλοφορία.)
Η λέξη "alargamiento" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την επιμήκυνση ή την αύξηση.
El alargamiento de la espera fue inesperado.
(Η επιμήκυνση της αναμονής ήταν απροσδόκητη.)
El alargamiento del contrato fue beneficioso para ambas partes.
(Η επιμήκυνση της σύμβασης ήταν ευεργετική για και τις δύο πλευρές.)
El alargamiento del tiempo de estudio mejoró los resultados.
(Η επιμήκυνση του χρόνου μελέτης βελτίωσε τα αποτελέσματα.)
Η λέξη "alargamiento" προέρχεται από το ρήμα "alargar", που σημαίνει "επιμηκύνω", συνδυασμένο με την κατάληξη "-mento", που υποδηλώνει δράση ή αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - Extendimiento - Expansión
Αντώνυμα: - Acortamiento (σύντομος) - Reducción (μείωση)