alargarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alargarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/alaɾˈɣaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "alargarse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της επέκτασης ή της αύξησης του μήκους ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Είναι συχνά σε χρήση και στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να απαντηθεί και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε καθημερινές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La cuerda se alargó cuando la estiré demasiado.
    (Το σχοινί επεκτάθηκε όταν το τέντωσα πολύ.)

  2. Si seguimos hablando, la reunión se va a alargar.
    (Αν συνεχίσουμε να μιλάμε, η συνάντηση θα διαρκέσει περισσότερο.)

  3. El camino se alargó debido a la construcción.
    (Ο δρόμος επεκτάθηκε λόγω της κατασκευής.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "alargarse"

  1. No te alargues, ve al grano.
    (Μη μακραίνεις, μπες στο ψητό.)

  2. El cuento se alargó más de lo esperado.
    (Η ιστορία μακρύνθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο.)

  3. Alargarse en los detalles puede confundir.
    (Η παράταση στις λεπτομέρειες μπορεί να μπερδέψει.)

  4. A veces, las discusiones se alargan sin sentido.
    (Κάποιες φορές, οι συζητήσεις επεκτείνονται χωρίς λόγο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "alargarse" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" που υποδηλώνει κατεύθυνση ή δράση, με τη ρίζα "largo" που σημαίνει "μακρύ". Το "-arse" υποδηλώνει ότι πρόκειται για ανακλαστική ενέργεια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - extenderse - elongarse - ampliarse

Αντώνυμα: - acortarse - disminuir - contraerse



23-07-2024