Ρήμα
/alaɾˈɣaɾse/
Η λέξη "alargarse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της επέκτασης ή της αύξησης του μήκους ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Είναι συχνά σε χρήση και στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να απαντηθεί και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε καθημερινές συζητήσεις.
La cuerda se alargó cuando la estiré demasiado.
(Το σχοινί επεκτάθηκε όταν το τέντωσα πολύ.)
Si seguimos hablando, la reunión se va a alargar.
(Αν συνεχίσουμε να μιλάμε, η συνάντηση θα διαρκέσει περισσότερο.)
El camino se alargó debido a la construcción.
(Ο δρόμος επεκτάθηκε λόγω της κατασκευής.)
No te alargues, ve al grano.
(Μη μακραίνεις, μπες στο ψητό.)
El cuento se alargó más de lo esperado.
(Η ιστορία μακρύνθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο.)
Alargarse en los detalles puede confundir.
(Η παράταση στις λεπτομέρειες μπορεί να μπερδέψει.)
A veces, las discusiones se alargan sin sentido.
(Κάποιες φορές, οι συζητήσεις επεκτείνονται χωρίς λόγο.)
Η λέξη "alargarse" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "a-" που υποδηλώνει κατεύθυνση ή δράση, με τη ρίζα "largo" που σημαίνει "μακρύ". Το "-arse" υποδηλώνει ότι πρόκειται για ανακλαστική ενέργεια.
Συνώνυμα: - extenderse - elongarse - ampliarse
Αντώνυμα: - acortarse - disminuir - contraerse