alarma: Ουσιαστικό (feminine noun).
[aˈlaɾ.ma]
Η λέξη alarma χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα σύστημα ή μηχανισμό που προειδοποιεί τους ανθρώπους για κίνδυνο ή μια επικείμενη απειλή. Στα στρατιωτικά πλαίσια, μπορεί να αναφέρεται σε σήμα συναγερμού που ανακοινώνει ένα γεγονός ή μια έκτακτη κατάσταση.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο που σχετίζεται με την ασφάλεια, ενώ είναι και σε χρήση στον προφορικό λόγο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Ο συναγερμός ήχησε στη μέση της νύχτας.
El sistema de alarma de la casa es muy eficiente.
Το σύστημα συναγερμού του σπιτιού είναι πολύ αποδοτικό.
Activaron la alarma por una intrusión.
Η λέξη alarma μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την προειδοποίηση ή την ανάγκη για άμεση δράση.
(Γενικά, υποδηλώνει κατάσταση ανησυχίας ή ετοιμότητας.)
Sonar la alarma.
(Κατανοείται ως ένδειξη πτώσης σε κατάσταση κρίσης.)
No hay alarma que no se pueda desactivar.
(Υποδηλώνει ότι υπάρχουν λύσεις για κάθε πρόβλημα.)
Poner en alarma.
Η λέξη alarma προέρχεται από το ιταλικό all'arma, που σημαίνει "στο όπλο", υποδηλώνοντας κατάσταση ετοιμότητας για δράση.
Συνώνυμα: - Sonda (ενδείκτης) - Alerta (προειδοποίηση)
Αντώνυμα: - Calma (ηρεμία) - Tranquilidad (ηρεμία)