Alarmar
είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /alaɾˈmaɾ/
Η λέξη alarmar
χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πρόκληση ανησυχίας ή φόβου, συνήθως μέσω ειδοποίησης ή σημάτων κινδύνου. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπου απαιτείται η προσοχή ή η άμεση αντίδραση κάποιου σε μία επικίνδυνη κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε στρατιωτικά ή αστυνομικά συμφραζόμενα.
El sonido del tambor puede alarmar a los enemigos.
(Ο ήχος του τυμπάνου μπορεί να ανησυχήσει τους εχθρούς.)
Debes alarmar a las autoridades si ves algo sospechoso.
(Πρέπει να ειδοποιήσεις τις αρχές αν δεις κάτι ύποπτο.)
El informe de la misión alarmó a todo el equipo.
(Η αναφορά της αποστολής ανησύχησε όλη την ομάδα.)
Το alarmar
συνδέεται με αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Alarma social
(Κοινωνική ανησυχία) - Αναφέρεται σε μια κατάσταση που προκαλεί ευρεία ανησυχία στην κοινωνία.
Ejemplo: La violencia en las calles ha generado una alarma social.
(Η βία στους δρόμους έχει προκαλέσει κοινωνική ανησυχία.)
Alarmar a alguien
(Να ανησυχήσεις κάποιον) - Χρησιμοποιείται όταν μια κατάσταση προκαλεί άγχος ή ανησυχία σε κάποιον.
Ejemplo: La noticia del volcán alarmó a la población local.
(Η είδηση για το ηφαίστειο ανησύχησε τον τοπικό πληθυσμό.)
Estar en alarma
(Να είσαι σε κατάσταση συναγερμού) - Χρησιμοποιείται σε στρατιωτικό ή ασφαλιστικό πλαίσιο.
Ejemplo: Las tropas estaban en alarma por un posible ataque enemigo.
(Οι στρατιώτες ήταν σε κατάσταση συναγερμού για μια πιθανή επίθεση του εχθρού.)
Alarma de incendio
(Συναγερμός φωτιάς) - Όρος που αναφέρεται σε συσκευές που ανιχνεύουν φωτιά.
Ejemplo: La alarma de incendio sonó en todo el edificio.
(Ο συναγερμός φωτιάς χτύπησε σε όλο το κτήριο.)
Η λέξη alarmar
προέρχεται από το λατινικό "alarma," που σημαίνει "σημαντικός ήχος που προειδοποιεί για κίνδυνο."
Preocupar (Να προβληματίσει)
Αντώνυμα: