alarmar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alarmar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Alarmar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /alaɾˈmaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη alarmar χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πρόκληση ανησυχίας ή φόβου, συνήθως μέσω ειδοποίησης ή σημάτων κινδύνου. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπου απαιτείται η προσοχή ή η άμεση αντίδραση κάποιου σε μία επικίνδυνη κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε στρατιωτικά ή αστυνομικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El sonido del tambor puede alarmar a los enemigos.
    (Ο ήχος του τυμπάνου μπορεί να ανησυχήσει τους εχθρούς.)

  2. Debes alarmar a las autoridades si ves algo sospechoso.
    (Πρέπει να ειδοποιήσεις τις αρχές αν δεις κάτι ύποπτο.)

  3. El informe de la misión alarmó a todo el equipo.
    (Η αναφορά της αποστολής ανησύχησε όλη την ομάδα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το alarmar συνδέεται με αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:

  1. Alarma social
    (Κοινωνική ανησυχία) - Αναφέρεται σε μια κατάσταση που προκαλεί ευρεία ανησυχία στην κοινωνία.
    Ejemplo: La violencia en las calles ha generado una alarma social.
    (Η βία στους δρόμους έχει προκαλέσει κοινωνική ανησυχία.)

  2. Alarmar a alguien
    (Να ανησυχήσεις κάποιον) - Χρησιμοποιείται όταν μια κατάσταση προκαλεί άγχος ή ανησυχία σε κάποιον.
    Ejemplo: La noticia del volcán alarmó a la población local.
    (Η είδηση για το ηφαίστειο ανησύχησε τον τοπικό πληθυσμό.)

  3. Estar en alarma
    (Να είσαι σε κατάσταση συναγερμού) - Χρησιμοποιείται σε στρατιωτικό ή ασφαλιστικό πλαίσιο.
    Ejemplo: Las tropas estaban en alarma por un posible ataque enemigo.
    (Οι στρατιώτες ήταν σε κατάσταση συναγερμού για μια πιθανή επίθεση του εχθρού.)

  4. Alarma de incendio
    (Συναγερμός φωτιάς) - Όρος που αναφέρεται σε συσκευές που ανιχνεύουν φωτιά.
    Ejemplo: La alarma de incendio sonó en todo el edificio.
    (Ο συναγερμός φωτιάς χτύπησε σε όλο το κτήριο.)

Ετυμολογία

Η λέξη alarmar προέρχεται από το λατινικό "alarma," που σημαίνει "σημαντικός ήχος που προειδοποιεί για κίνδυνο."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024