Ρήμα.
/alaɾˈmaɾse/
Το ρήμα "alarmarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την κατάσταση όπου ένα άτομο νιώθει ανησυχία ή ξαφνικό φόβο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αντίδραση κάποιου σε μια κατάσταση που τον τρομάζει ή τον κάνει να νιώθει άβολα. Είναι συχνά πιο συνήθως στο προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα.
Me alarmé cuando escuché el ruido fuerte.
(Ανησύχησα όταν άκουσα το δυνατό θόρυβο.)
Es normal alarmarse en situaciones de peligro.
(Είναι φυσιολογικό να ανησυχείς σε καταστάσεις κινδύνου.)
No te alarmes, todo va a estar bien.
(Μην τρομάζεις, όλα θα πάνε καλά.)
Η λέξη "alarmarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία.
No hay que alarmarse por tonterías.
(Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για ανοησίες.)
Alarmarse por un pequeño problema es exagerar.
(Το να ανησυχείς για ένα μικρό πρόβλημα είναι υπερβολικό.)
Alarmarse en exceso puede causar estrés innecesario.
(Η υπερβολική ανησυχία μπορεί να προκαλέσει περιττό άγχος.)
Es fácil alarmarse en momentos de incertidumbre.
(Είναι εύκολο να τρομάξει κανείς σε στιγμές αβεβαιότητας.)
Το "alarmarse" προέρχεται από τη λέξη "alarma" (συναγερμός, ανησυχία) με την προσθήκη της αντωνυμικής κατάληξης "-se", που υποδηλώνει ότι η ανησυχία οφείλεται σε κάποιον εαυτό.
Συνώνυμα: - inquietarse - asustarse - sobresaltarse
Αντώνυμα: - tranquilizarse - calmarse - serenarse