Η λέξη "albero" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈal.be.ɾo/
Η λέξη "albero" στα Ισπανικά, που σημαίνει "δέντρο", αναφέρεται σε ένα φυτικό οργανισμό που έχει κορμό και κλαδιά. Χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με τη φύση και το περιβάλλον. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El árbol que plantamos en el jardín creció mucho.
(Το δέντρο που φυτεύσαμε στον κήπο μεγάλωσε πολύ.)
En otoño, las hojas del árbol cambian de color.
(Το φθινόπωρο, τα φύλλα του δέντρου αλλάζουν χρώμα.)
Η λέξη "albero" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον ερότητα και στην καθημερινή γλώσσα.
No hay árbol que no dé sombra.
(Δεν υπάρχει δέντρο που να μη δίνει σκιά.) → Σημαίνει ότι όλοι έχουν τα ελαττώματά τους.
Bajo su árbol se siente seguro.
(Κάτω από το δέντρο του νιώθει ασφαλής.) → Αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που προσφέρει προστασία.
Un árbol no hace bosque.
(Ένα δέντρο δεν φτιάχνει δάσος.) → Υποδηλώνει ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι σημαντικό μόνος σου, χρειάζεσαι περισσότερους ανθρώπους.
Η λέξη "albero" προέρχεται από το λατινικό "arbor", το οποίο σημαίνει "δέντρο". Αυτή η ρίζα διατηρήθηκε σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
planta (φυτό)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια συνοπτική ανάλυση και πληροφορίες σχετικά με την ισπανική λέξη "albero".