Albornoz είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /alβoɾˈnoθ/ (Ισπανικά, Ισπανία) ή /alβoɾˈnoz/ (Ισπανικά, Λατινική Αμερική).
Το albornoz αναφέρεται σε μια ελαφριά ρόμπα ή μπουρνούζι, συνήθως κατασκευασμένη από μαλακό ύφασμα, και χρησιμοποιείται κυρίως για να καλύψει το σώμα μετά το μπάνιο. Η χρήση του είναι συχνή και στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό, ωστόσο, είναι πιο κοινό σε καθημερινές συνομιλίες.
Después de tomar una ducha, me puse el albornoz.
(Μετά το ντουζ, φόρεσα το μπουρνούζι.)
El albornoz es muy cómodo para estar en casa.
(Το μπουρνούζι είναι πολύ άνετο για να είσαι σπίτι.)
Στο Ισπανικά, το albornoz δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει καταστάσεις ή συναισθήματα σχετικά με την άνεση και την χαλάρωση:
No hay nada mejor que un buen libro y un albornoz en una tarde de lluvia.
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα καλό βιβλίο και ένα μπουρνούζι μια βροχερή απόγευμα.)
Tras un largo día, solo quiero relajarme en casa con mi albornoz.
(Μετά από μια μακρά μέρα, θέλω μόνο να χαλαρώσω στο σπίτι με το μπουρνούζι μου.)
Ella siempre utiliza su albornoz después de un baño caliente.
(Αυτή πάντα χρησιμοποιεί το μπουρνούζι της μετά από ένα ζεστό μπάνιο.)
Η λέξη albornoz προέρχεται από την αραβική λέξη al-burnus που σημαίνει "καλύπτρω". Η εισαγωγή του στην ισπανική γλώσσα σχετίζεται με τη χρήση της στον ισλαμικό πολιτισμό και τη μετάβασή της στην Ιβηρική χερσόνησο.
Συνώνυμα: - Ropa de baño (ρούχο μπάνιου) - Bata (ρόμπα)
Αντώνυμα: - Desnudez (γυμνότητα) - Exposición (έκθεση, χωρίς ρούχα)