Ο όρος "alborotador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "alborotador" είναι [al.βο.ρο.τα.ˈðoɾ].
Η λέξη "alborotador" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που προκαλεί αναστάτωση ή αναταραχή. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει σημαντική φασαρία ή διαταραχή της τάξης. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο σε καταστάσεις που περιγράφουν γεγονότα ή συμπεριφορές.
Ελληνικά: Ο αναταραχοποιός της παρέας έκανε όλους να αποσπαστούν.
Español: La policía tuvo que intervenir debido a un alborotador en la fiesta.
Ελληνικά: Η αστυνομία χρειάστηκε να παρέμβει λόγω ενός αναταραχοποιού στο πάρτι.
Español: El alborotador comenzó a gritar y a hacer lío en la calle.
Ο όρος "alborotador" μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναταραχή και την αναστάτωση.
Ελληνικά: Εκείνος ο αναταραχοποιός δεν ήξερε πότε να σταματήσει.
Español: Con un par de alborotadores, la fiesta se volvió caótica.
Ελληνικά: Με μερικούς αναταραχοποιούς, το πάρτι έγινε χαοτικό.
Español: El alborotador del vecindario siempre causa problemas.
Η λέξη "alborotador" προέρχεται από το ρήμα "alborotar", το οποίο σημαίνει "να ταράσσει" ή "να προκαλεί αναστάτωση". Η ρίζα του σχετίζεται με το θόρυβο και την αναταραχή.
Συνώνυμα: - perturbador (παραγωγός αναστάτωσης) - inquietante (αναστατωτικός)
Αντώνυμα: - calmante (ηρεμιστικός) - pacífico (ειρηνικός)