Alborotar είναι ένα ρήμα.
[alβoɾoˈtaɾ]
Το alborotar σημαίνει να προκαλείς αναστάτωση ή να ταράσσεις την ηρεμία κάποιου, είτε με φασαρία είτε με δράση. Στηγνή sense, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου η ηρεμία ή η τάξη διαταράσσεται. Στα Ισπανικά, η χρήση του είναι πιο συχνή στο προφορικό λόγο, όπου εκφράζονται συναισθήματα ή αντιδράσεις σε ζωντανές καταστάσεις.
El ruido de la fiesta alborotó al vecindario.
(Ο θόρυβος του πάρτι αναστάτωσε τη γειτονιά.)
No quiero alborotar la situación más de lo que ya está.
(Δεν θέλω να αναστατώσω την κατάσταση περισσότερο από ό,τι ήδη είναι.)
Los niños comenzaron a alborotar cuando vieron el payaso.
(Τα παιδιά άρχισαν να αναστατώνονται όταν είδαν τον κλόουν.)
Η λέξη alborotar δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε εκφράσεις που περιγράφουν συγκεκριμένες καταστάσεις αναστάτωσης ή θορύβου.
(Άναψε τις φλόγες, ήξερε οτι η κατάσταση θα γινόταν έντονη.)
Alborotar el gallinero.
(Ταραχή στην κατάσταση ή σε ένα χώρο που χρειάζεται τάξη.)
Alborotar a la gente.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα “alboroto”, το οποίο αναφέρεται στον θόρυβο ή την αναστάτωση, και σχετίζεται με ισπανικές λέξεις που δηλώνουν ένταση ή διάταξη, π.χ. "borotar", που σχετίζεται με θόρυβο.
Συνώνυμα: - inquietar (ταράζω) - perturbar (αναστατώνομαι)
Αντώνυμα: - calmar (ηρεμώ) - tranquilizar (ηρεμώ, ηρεμία)