Η λέξη "alcachofa" είναι ουσιαστικό.
[alkatʃoˈfa]
Η λέξη "alcachofa" αναφέρεται στη φυτική αγκινάρα, η οποία είναι ένα είδος λαχανικού που ανήκει στην οικογένεια των αστεροειδών. Χρησιμοποιείται ευρέως στη μεσογειακή κουζίνα και είναι γνωστή για την πλούσια γεύση της και τα διατροφικά της οφέλη. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε μαγειρικές αναφορές και παρασκευές που περιλαμβάνουν την αγκινάρα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές μορφές.
Me encanta comer alcachofa al horno.
(Μου αρέσει να τρώω αγκινάρα ψητή.)
La alcachofa es muy buena para la digestión.
(Η αγκινάρα είναι πολύ καλή για την πέψη.)
Vamos a preparar una ensalada con alcachofa.
(Θα ετοιμάσουμε μια σαλάτα με αγκινάρα.)
Η λέξη "alcachofa" δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, κάποιες φορές συμπεριλαμβάνεται σε φράσεις που δίνουν έμφαση στην υγεία και την ευεξία.
Echarle un vistazo a las alcachofas.
(Να ρίξουμε μια ματιά στις αγκινάρες.) - Εννοεί να εξετάσουμε προσεκτικά κάτι.
Estar más fresco que una alcachofa.
(Να είσαι πιο φρέσκος από μια αγκινάρα.) - Χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει κάποιον που είναι σε καλή κατάσταση ή έχει φρέσκια εμφάνιση.
No tener ni una alcachofa.
(Να μην έχεις ούτε μια αγκινάρα.) - Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος δεν έχει χρήματα ή είναι άδειος.
Η λέξη "alcachofa" προέρχεται από το αραβικό "al-ḵʊšūf", το οποίο αναφέρεται σε το λαχανικό της αγκινάρας. Η λέξη πέρασε στα Ισπανικά μέσω του μεσαιωνικού ισπανικού.
Συνώνυμα: - "alcachofa de Jerusalén" (αγκινάρα Ιερουσαλήμ)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν σαφή αντώνυμα για τη λέξη, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένο φυτικό προϊόν.