Ο "alcalde" είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
/aɾˈkal.de/
Η λέξη "alcalde" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον ανώτερο διοικητικό υπεύθυνο μιας πόλης ή ενός δήμου. Ο δήμαρχος είναι αρμόδιος για τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και την εκπροσώπηση της κοινότητας σε διάφορα επίπεδα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El alcalde de la ciudad ha propuesto nuevas leyes para mejorar el transporte público.
(Ο δήμαρχος της πόλης έχει προτείνει νέους νόμους για τη βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών.)
Los ciudadanos eligen al alcalde cada cuatro años.
(Οι πολίτες εκλέγουν τον δήμαρχο κάθε τέσσερα χρόνια.)
El alcalde asistió a la inauguración de la nueva biblioteca.
(Ο δήμαρχος παρευρέθηκε στα εγκαίνια της νέας βιβλιοθήκης.)
Η λέξη "alcalde" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις.
Todos lo ven como el alcalde de la fiesta, siempre organizando algo divertido.
(Όλοι τον βλέπουν ως τον δήμαρχο της γιορτής, πάντα οργανώνοντας κάτι διασκεδαστικό.)
Alcalde de papel
Η λέξη "alcalde" προέρχεται από το αραβικό "القاضي" (al-qāḍī) που σημαίνει "ο δικαστής". Καθώς οι μουσουλμάνοι κατακτητές επηρεάζαν την Ιβηρική χερσόνησο, ο όρος εξελίχθηκε και υιοθετήθηκε στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε τοπικούς άρχοντες.
Συνώνυμα:
- alcalde mayor (ανώτερος δήμαρχος)
- gobernador (κυβερνήτης)
Αντώνυμα:
- ciudadano (πολίτης)
- súbdito (υπήκοος)