Η λέξη "alcalino" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "alcalino" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /al.kaˈli.no/.
Η λέξη "alcalino" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "αλκαλικός".
Η λέξη "alcalino" αναφέρεται σε στοιχεία ή ενώσεις που σχετίζονται με τις βάσεις ή τα αλκάλια. Στην χημεία, οι αλκαλικές ουσίες είναι αυτές που έχουν pH μεγαλύτερο από 7 και είναι ικανές να αντιδρούν με όξινα διαλύματα. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της χημείας, καθώς και σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι κυρίως στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα στα επιστημονικά κείμενα, μικρότερη είναι η συχνότητά της στον προφορικό λόγο.
La solución alcalina se utiliza para neutralizar los ácidos.
Η αλκαλική λύση χρησιμοποιείται για να ουδετεροποιήσει τα οξέα.
Los metales alcalinos son muy reactivos con el agua.
Τα αλκαλικά μέταλλα είναι πολύ αντιδρούντα με το νερό.
Se recomienda usar un limpiador alcalino para eliminar manchas difíciles.
Συνιστάται να χρησιμοποιείτε ένα αλκαλικό απορρυπαντικό για να αφαιρέσετε δύσκολους λεκέδες.
Η λέξη "alcalino" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδυάζεται σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
"El pH alcalino favorece el crecimiento de ciertas plantas."
Το αλκαλικό pH ευνοεί την ανάπτυξη ορισμένων φυτών.
"Los productos de limpieza alcalinos son eficaces para combatir la grasa."
Τα αλκαλικά καθαριστικά προϊόντα είναι αποτελεσματικά για να καταπολεμήσουν τη λιπαρότητα.
"En la química, los compuestos alcalinos son esenciales para diversas reacciones."
Στη χημεία, οι αλκαλικές ενώσεις είναι απαραίτητες για διάφορες αντιδράσεις.
Η λέξη "alcalino" προέρχεται από το αραβικό "al-qalī" που σημαίνει " το καθαρό" ή "το ουδέτερο", το οποίο μεταφέρθηκε στα λατινικά ως "alkali".
Συνώνυμα:
- Básico (βασικός)
- Aislado (απομονωμένος, σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα:
- Ácido (όξινος)
- Neutro (ουδέτερος)