Το "alcanfor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "alcanfor" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /alˈkan.foɾ/
Η λέξη "alcanfor" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "καμφορά".
Το "alcanfor" (καμφορά) είναι μια φυσική ή συνθετική ένωση με χαρακτηριστική μυρωδιά, η οποία προέρχεται κυρίως από το ξύλο του δέντρου Cinnamomum camphora. Στην ιατρική και την φαρμακολογία, χρησιμοποιείται λόγω των αντιφλεγμονωδών και αναισθητικών του ιδιοτήτων. Στη διάρκεια της καθημερινής γλώσσας, η καμφορά μπορεί να αναφέρεται σε προϊόντα που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση του πόνου ή σε ορισμένα αρώματα.
Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο σε περιβάλλοντα που αφορούν την ιατρική ή την παραδοσιακή ιατρική.
"Η καμφορά χρησιμοποιείται σε βάλσαμα για να ανακουφίσει τους μυικούς πόνους."
"El aroma del alcanfor es muy distintivo y fresco."
"Η μυρωδιά της καμφοράς είναι πολύ χαρακτηριστική και φρέσκια."
"En la medicina tradicional, el alcanfor se usa para tratar resfriados."
Η καμφορά δεν είναι κοινώς χρήση για τη δημιουργία πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε λίγες φράσεις ή εφαρμόσεις, όπως:
"Το να ρίξεις καμφορά στα προβλήματα δεν τα λύνει."
"La receta lleva alcanfor para evitar infecciones."
"Η συνταγή περιέχει καμφορά για να αποφεύγονται οι μολύνσεις."
"El uso de alcanfor en este ungüento es esencial."
Η λέξη "alcanfor" προέρχεται από τη λατινογενή λέξη "camphora", η οποία έχει τις ρίζες της στην αραβική λέξη "kāmfūr".
Συνώνυμα: - Καμφορά
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την καμφορά, καθώς είναι συγκεκριμένη χημική ένωση χωρίς αντίθετο.