Ο όρος "alcantarilla" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA), η φωνητική γραφή της λέξης είναι: /alkan̪taˈriʎa/.
Η λέξη "alcantarilla" αναφέρεται συνήθως σε ένα φρεάτιο ή αποχετευτικό σωλήνα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή και αποχέτευση νερών, συχνά σχετίζεται με δίκτυα αποχέτευσης πόλης. Στη γλώσσα των ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή αρχιτεκτονικά πλαίσια, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε καθημερινή ομιλία. Η συχνότητά της είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση σε γραπτό πλαίσιο.
"La alcantarilla de la calle se ha tapado."
(Το φρεάτιο του δρόμου έχει φράξει.)
"Es importante mantener limpia la alcantarilla para evitar inundaciones."
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε καθαρό το φρεάτιο για να αποφεύγουμε πλημμύρες.)
"La alcantarilla es esencial para el sistema de drenaje urbano."
(Το φρεάτιο είναι απαραίτητο για το αστικό σύστημα αποχέτευσης.)
Η λέξη "alcantarilla" ίσως να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες μεταφορικές χρήσεις που αφορούν την ιδέα του κρυφού, του βρώμικου ή του κατώτερου.
"Ir por la alcantarilla."
(Να πάω μέσω του βρώμικου δρόμου.) – Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος διαλέγει μια δύσκολη ή μη ευχάριστη διαδρομή.
"Tienes que limpiar tu alcantarilla."
(Πρέπει να καθαρίσεις το φρεάτιό σου.) – Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να αναφερθεί στο να τακτοποιήσεις τα προσωπικά σου ζητήματα.
"Desde la alcantarilla hasta el palacio."
(Από το φρεάτιο μέχρι το παλάτι.) – Σε μια συζήτηση για την κοινωνική αναλογία ή τις αντιθέσεις στην κοινωνία.
Η λέξη "alcantarilla" προέρχεται από την αραβική λέξη "القنتار" (al-qantar), που σημαίνει "γέφυρα". Στη συνέχεια, οι Λατίνοι το υιοθέτησαν με την έννοια ενός σωλήνα για τη μεταφορά του νερού.
Συνώνυμα: - desagüe (αποχετευτικός σωλήνας) - alcantarillado (αποχετευτικό σύστημα)
Αντώνυμα: - embalse (φράγμα, όπου το νερό συγκεντρώνεται αντί να αποχετεύεται)