Η λέξη "alcantarillado" είναι ουσιαστικό.
/falkantaɾiˈʝaðo/
Η "alcantarillado" αναφέρεται στο σύστημα αποχέτευσης, το οποίο περιλαμβάνει σωλήνες και άλλες υποδομές που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή και απομάκρυνση του όμβριου ή αποβλητού νερού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα για την αποφυγή πλημμυρών και τη διατήρηση της δημόσιας υγείας.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε τεχνικά ή δημόσια έγγραφα που σχετίζονται με υποδομές.
Το σύστημα αποχέτευσης της πόλης χρειάζεται συντήρηση.
La falta de alcantarillado adecuado puede causar problemas de salud.
Η έλλειψη κατάλληλης αποχέτευσης μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας.
El alcantarillado es fundamental para el desarrollo urbano.
Η λέξη "alcantarillado" δεν είναι πάντοτε παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με την δημόσια υποδομή και την υγειονομική πρακτική. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που σχετίζονται με τη λέξη:
Η ζωή χωρίς αποχέτευση είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς.
Las calles están inundadas debido al mal alcantarillado.
Οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι λόγω κακής αποχέτευσης.
Es vital invertir en alcantarillado para prevenir enfermedades.
Η λέξη "alcantarillado" προέρχεται από το αραβικό " القنطرة" (al-qanṭara), που σημαίνει γέφυρα ή διοχέτευση, συνδυασμένο με το ελληνικό "alca" που αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας ενός συστήματος αποχέτευσης.
Συνώνυμα: - desagüe (αποχέτευση) - drenaje (στάγδην αποχέτευση)
Αντώνυμα: - acumulación (συσσώρευση) - inundación (πλημμύρα)