Ρήμα
/alkanˈθaɾ/ (στην επαρχία της Ισπανίας) ή /alkanˈsaɾ/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής)
Η λέξη "alcanzar" σημαίνει "να φτάσω" ή "να επιτύχω" κάτι. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει την ολοκλήρωση ή την επίτευξη ενός στόχου, καθώς και την φυσική ή μεταφορική φτάση σε κάποιο σημείο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γραπτή γλώσσα καθώς και στην προφορική, με μέση ή υψηλή συχνότητα χρήσης.
Θέλω να φτάσω τους στόχους μου φέτος.
Si nos apuramos, podremos alcanzar el tren.
Αν βιαστούμε, θα μπορέσουμε να προλάβουμε το τρένο.
Ella alcanzó un alto nivel de conocimiento en su materia.
Η λέξη "alcanzar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Παράδειγμα: Τελικά, κατάφερε να φτάσει το όνειρο της να γίνει γιατρός.
Alcanzar la cima
Παράδειγμα: Μετά από χρόνια προσπάθειας, έφτασε στην κορυφή της καριέρας του.
Alcanzar un acuerdo
Η λέξη "alcanzar" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "alcanzar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο αραβικό "قَصَدَ" (qadā), που σημαίνει "να φτάσω" ή "να κατευθυνθώ προς".
Συνώνυμα: - lograr - conseguir - obtener
Αντώνυμα: - perder - fallar - evitar
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της λέξης "alcanzar" στην ισπανική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων των χρήσεών της, εννοιών και παραδειγμάτων.