alcohol - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

alcohol (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Alcohol" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /al.koˈol/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "alcohol" αναφέρεται σε μια ομάδα οργανικών ενώσεων που περιλαμβάνουν το υδροξυλικό (–OH) γονίδιο και χρησιμοποιούνται κυρίως σε αναψυκτικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Στη γενική γλώσσα αναφέρεται κυρίως σε αλκοολούχα ποτά (π.χ. μπύρα, κρασί, οινοπνευματώδη).

Είναι συχνά χρησιμοποιούμενος όρος σε διάφορες καταστάσεις, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό λόγο. Ωστόσο, η χρήση του σε ακαδημαϊκά ή ιατρικά πλαίσια είναι πιο διαδεδομένη.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "El alcohol puede tener efectos negativos en la salud."
  2. "Το αλκοόλ μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία."

  3. "Es importante moderar el consumo de alcohol."

  4. "Είναι σημαντικό να μετριάζουμε την κατανάλωση αλκοόλ."

  5. "El abuso de alcohol puede llevar a problemas serios."

  6. "Η κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "alcohol"

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "alcohol" προέρχεται από το αραβικό "الكحل" (al-kuḥl), που αρχικά αναφερόταν σε αλεσμένα ορυκτά για την περιποίηση και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τις οργανικές ενώσεις που παρασκευάζονται μέσω της διαδικασίας ζύμωσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Etanol - Bebidas alcohólicas (αλκοολούχα ποτά)

Αντώνυμα: - No-alcohol (μη αλκοολούχο) - Sin alcohol (χωρίς αλκοόλ)



23-07-2024