"Alcohol" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /al.koˈol/
Ο όρος "alcohol" αναφέρεται σε μια ομάδα οργανικών ενώσεων που περιλαμβάνουν το υδροξυλικό (–OH) γονίδιο και χρησιμοποιούνται κυρίως σε αναψυκτικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Στη γενική γλώσσα αναφέρεται κυρίως σε αλκοολούχα ποτά (π.χ. μπύρα, κρασί, οινοπνευματώδη).
Είναι συχνά χρησιμοποιούμενος όρος σε διάφορες καταστάσεις, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό λόγο. Ωστόσο, η χρήση του σε ακαδημαϊκά ή ιατρικά πλαίσια είναι πιο διαδεδομένη.
"Το αλκοόλ μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην υγεία."
"Es importante moderar el consumo de alcohol."
"Είναι σημαντικό να μετριάζουμε την κατανάλωση αλκοόλ."
"El abuso de alcohol puede llevar a problemas serios."
"Αξίζει περισσότερο μια μέρα αλκοόλ παρά χίλιες μέρες δίαιτας."
"No todo el alcohol es malo, pero hay que saber consumirlo."
"Δεν είναι όλο το αλκοόλ κακό, αλλά πρέπει να ξέρεις να το καταναλώνεις."
"Se emborrachó por culpa del alcohol."
Η λέξη "alcohol" προέρχεται από το αραβικό "الكحل" (al-kuḥl), που αρχικά αναφερόταν σε αλεσμένα ορυκτά για την περιποίηση και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τις οργανικές ενώσεις που παρασκευάζονται μέσω της διαδικασίας ζύμωσης.
Συνώνυμα: - Etanol - Bebidas alcohólicas (αλκοολούχα ποτά)
Αντώνυμα: - No-alcohol (μη αλκοολούχο) - Sin alcohol (χωρίς αλκοόλ)