Aldeano είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /alˈðe.a.no/
Η λέξη aldeano αναφέρεται σε κάποιον που ζει σε χωριό ή σε αγροτική περιοχή. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους ανθρώπους που προέρχονται από την ύπαιθρο και συνήθως συνδέεται με μια απλή ή παραδοσιακή ζωή. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και σε πιο οικείες ή ανεπίσημες καταστάσεις.
Ο χωρικός γνωρίζει όλα τα μυστικά της γης.
Los aldeanos suelen tener una vida muy tranquila.
Οι αγρότες συνήθως έχουν μια πολύ ήρεμη ζωή.
Siempre visito a mi amigo aldeano durante el verano.
Η λέξη aldeano δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις για να μεταδώσει την έννοια της αγροτικής ζωής. Εδώ είναι μερικές χρήσιμες προτάσεις:
Να ζεις σαν χωρικός.
Sentirse aldeano en la ciudad.
Να νιώθεις χωρικός στην πόλη.
El aldeano tiene un corazón grande.
Ο χωρικός έχει μια μεγάλη καρδιά.
Cada aldeano tiene su propio legado.
Κάθε χωρικός έχει την δική του κληρονομιά.
Los aldeanos siempre ayudan a sus vecinos.
Οι χωρικοί πάντα βοηθούν τους γείτονές τους.
El aldeano es un símbolo de la tradición.
Ο χωρικός είναι σύμβολο της παράδοσης.
No olvides tus raíces aldeanas.
Μην ξεχνάς τις χωρικές σου ρίζες.
La cultura aldeana es muy rica en costumbres.
Η λέξη aldeano προέρχεται από την ισπανική λέξη aldea, που σημαίνει «χωριό». Η ρίζα της προέρχεται από τα Λατινικά, όπου ο όρος aldia αναφερόταν σε οικισμούς ή κοινότητες.
Συνώνυμα: - Campesino (αγρότης) - Rural (αγροτικός) - Villager (κάτοικος χωριού)
Αντώνυμα: - Urbano (αστικός) - Citadino (κατοίκου πόλης) - Metropolitano (μετροπολιτικός)