Το "alegrar" είναι ρήμα.
/a.leˈɣɾaɾ/
Η λέξη "alegrar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να προκαλείς χαρά ή ευτυχία σε κάποιον. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή σε καθημερινές συνομιλίες ως και σε επίσημα κείμενα.
La noticia de su llegada alegró a todos.
Η είδηση της άφιξής του χάρισε χαρά σε όλους.
Voy a alegrar el día de mi amigo con un regalo.
Θα κάνω την ημέρα του φίλου μου πιο ευχάριστη με ένα δώρο.
Το "alegrar" ενσωματώνεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Alegrar el día
Ανεβάζω τη διάθεση της ημέρας
Hoy, una buena noticia alegrará el día de todos.
Σήμερα, μια καλή είδηση θα ανεβάσει τη διάθεση της ημέρας όλων.
Alegrarse de
Χαίρομαι για
Me alegro de verte feliz.
Χαίρομαι που σε βλέπω χαρούμενο.
Alegrar la vista
Χαροποιώ το βλέμμα
Los colores del atardecer alegran la vista.
Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος χαροποιούν το βλέμμα.
Η λέξη "alegrar" προέρχεται από το λατινικό "alegrare", το οποίο αποτελείται από το κομμάτι "alegre" (χαρούμενος) και την κατάληξη "-ar", που δείχνει τη λειτουργία του ρήματος.
Συνώνυμα: - alegrar - contentar - jubilar
Αντώνυμα: - entristecer - deprimir - desanimar
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "alegrar" στην ισπανική γλώσσα.