Το "alejado" είναι μετοχή του ρήματος "alejar", στην γλώσσα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή
aleˈxaðo
Μεταφράσεις
Ελληνικά: απομακρυσμένος, μακριά, απομακρυνμένος
Χρήση
Η λέξη "alejado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απομακρυσμένο ή απομακρυνόμενο από κάτι άλλο. Συνήθως χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις
Estaba alejado de su familia desde hace años. (Ήταν απομακρυσμένος από την οικογένειά του εδώ και χρόνια.)
El pueblo está alejado de la ciudad principal. (Το χωριό είναι απομακρυσμένο από την κύρια πόλη.)
Ετυμολογία
Η λέξη "alejado" προέρχεται από το ρήμα "alejar", το οποίο πηγάζει από το λατινικό ρήμα "alligare" που σημαίνει "να συνδέσει".