Η λέξη "alejamiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): [aleχaˈmjen̪to]
Η λέξη "alejamiento" αναφέρεται στη διαδικασία ή την πράξη της απομάκρυνσης ή της απόστασης από κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις, όπως φυσική απόσταση (π.χ. μεταξύ ατόμων ή αντικειμένων) ή σε πιο αφηρημένες έννοιες (π.χ. απομάκρυνση από ιδέες ή καταστάσεις).
Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, γενικότερα και νομικά. Στον νομικό τομέα, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απομάκρυνση κάποιου από μια κατάσταση ή εξουσία με νομικούς όρους.
Η λέξη "alejamiento" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά είναι επίσης κατανοητή και στον προφορικό λόγο. Η χρήση της μπορεί να διαφέρει από περιοχές σε περιοχές, αλλά γενικά είναι αρκετά συχνή.
Η απομάκρυνση της οικογένειας ήταν οδυνηρή.
El alejamiento social es un problema en muchas comunidades.
Η κοινωνική απομάκρυνση είναι ένα πρόβλημα σε πολλές κοινότητες.
El alejamiento de las responsabilidades puede llevar a problemas mayores.
Η λέξη "alejamiento" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Υπάρχει μια αξιοσημείωτη απομάκρυνση στις προσωπικές τους σχέσεις.
El alejamiento es a veces necesario para la reflexión personal.
Η απομάκρυνση είναι μερικές φορές απαραίτητη για την προσωπική αναστοχαστική διαδικασία.
El alejamiento del lugar de trabajo puede ser beneficioso para la productividad.
Η απομάκρυνση από τον χώρο εργασίας μπορεί να είναι ωφέλιμη για την παραγωγικότητα.
El alejamiento entre amigos puede ser difícil de superar.
Η απομάκρυνση μεταξύ φίλων μπορεί να είναι δύσκολο να ξεπεραστεί.
Un alejamiento temporal puede rejuvenecer una relación.
Μια προσωρινή απομάκρυνση μπορεί να ανανεώσει μια σχέση.
El alejamiento de las viejas costumbres es un signo de progreso.
Η λέξη "alejamiento" προέρχεται από το ρήμα "alejar", που σημαίνει "απομακρύνω", με το προσθετικό επίθημα "-miento" που δείχνει την πράξη ή τη διαδικασία.