Το "alejar" είναι ρήμα.
/a.leˈxaɾ/
Η λέξη "alejar" σημαίνει να απομακρύνω ή να απομακρύνομαι από κάτι. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις, κυρίως σε καθημερινές, καταστάσεις και σε νομικά κείμενα όταν αναφερόμαστε στην απομάκρυνση από έναν τόπο ή κατάσταση. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ωστόσο συναντάται και στο γραπτό κείμενο.
"Είναι καλύτερο να απομακρύνουμε τα παιδιά από την τηλεόραση για πολύ καιρό."
"Necesitamos alejar los muebles del fuego."
"Πρέπει να απομακρύνουμε τα έπιπλα από τη φωτιά."
"El médico recomendó alejarse del estrés."
Η λέξη "alejar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
"Απομακρύνομαι από τα προβλήματα."
"Alejar las malas energías."
"Απομακρύνω τις κακές ενέργειες."
"No hay que alejarse de la verdad."
"Δεν πρέπει να απομακρυνόμαστε από την αλήθεια."
"Alejarse de los errores del pasado."
"Απομακρύνομαι από τα λάθη του παρελθόντος."
"Es importante alejar las dudas antes de decidir."
Η λέξη "alejar" προέρχεται από το λατινικό "alejǐra", που σημαίνει "απομακρύνω".
Η λέξη "alejar" χρησιμοποιείται συχνά στα Ισπανικά και είναι σημαντική σε πολλές διαφορετικές καθημερινές και νομικές καταστάσεις.