Alejarse είναι ρήμα.
/aleˈxaɾ.se/
Η λέξη alejarse σημαίνει "να απομακρυνθείς" ή "να απομακρύνεις". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση του να πηγαίνεις ή να κρατάς κάτι ή κάποιον σε μεγαλύτερη απόσταση ή να απομακρύνεσαι από μια κατάσταση. Υπάρχει συχνή χρήση αυτής της λέξης τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στην καθημερινή ομιλία.
Es mejor alejarse de las malas influencias.
Είναι καλύτερα να απομακρυνθείς από τις κακές επιρροές.
Debemos alejarse un poco de la ciudad para disfrutar de la naturaleza.
Πρέπει να απομακρυνθούμε λίγο από την πόλη για να απολαύσουμε τη φύση.
Ella decidió alejarse de esa relación tóxica.
Αυτή αποφάσισε να απομακρυνθεί από αυτή την τοξική σχέση.
Το alejarse μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που τονίζουν την έννοια της απομάκρυνσης ή αποσύνδεσης από κάτι.
Alejarse de los problemas.
Να απομακρυνθείς από τα προβλήματα.
Es importante alejarse de los problemas cuando son abrumadores.
Είναι σημαντικό να απομακρυνθείς από τα προβλήματα όταν είναι συντριπτικά.
Alejarse de la negatividad.
Να απομακρυνθείς από την αρνητικότητα.
A veces, hay que alejarse de la negatividad para ser feliz.
Κάποιες φορές, πρέπει να απομακρυνθείς από την αρνητικότητα για να είσαι ευτυχισμένος.
No te alejes de tus sueños.
Μην απομακρύνεσαι από τα όνειρά σου.
Es fundamental no alejarse de tus sueños a pesar de los obstáculos.
Είναι θεμελιώδες να μην απομακρύνεσαι από τα όνειρά σου παρά τους περιορισμούς.
Alejarse con el tiempo.
Να απομακρύνεσαι με τον καιρό.
Con el tiempo, aprenderás a alejarte de las cosas que te hacen daño.
Με τον καιρό, θα μάθεις να απομακραίνεσαι από αυτά που σε βλάπτουν.
Si te alejas, se olvidarán de ti.
Αν απομακρυνθείς, θα σε ξεχάσουν.
A veces es cierto que si te alejas, se olvidarán de ti eventualmente.
Κάποιες φορές είναι αλήθεια ότι αν απομακρυνθείς, θα σε ξεχάσουν τελικά.
Η λέξη alejarse προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει "μακριά" και τη ρίζα "lejar", η οποία φέρει την έννοια της απόστασης ή του να είναι μακριά.
Συνώνυμα: - apartarse - distanciarse
Αντώνυμα: - acercarse - acercar