Η λέξη "alentador" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "alentador" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /alen.taˈðor/.
Η λέξη "alentador" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που παρέχει ενθάρρυνση ή υποστήριξη. Η χρήση της είναι δημοφιλής σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συχνά χρησιμοποιείται σε θέματα που αφορούν την ψυχολογία, την εκπαίδευση ή τον αθλητισμό.
Η ομιλία ήταν πολύ ενθαρρυντική για όλους τους μαθητές.
Necesitamos un liderazgo alentador en este proyecto.
Λιγότερο χρησιμοποιούμενη φράση που αγκαλιάζει τη λέξη "alentador" είναι "ser alentador", αλλά υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις που εκφράζουν παρόμοια έννοια στην Ισπανική γλώσσα.
Είναι ένα ενθαρρυντικό μήνυμα για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις.
Un comentario alentador puede cambiar la actitud de alguien.
Ένα ενθαρρυντικό σχόλιο μπορεί να αλλάξει τη στάση κάποιου.
A veces, una pequeña palabra alentadora puede hacer una gran diferencia.
Η λέξη "alentador" προέρχεται από το ρήμα "alentar", που σημαίνει "να ενθαρρύνεις" ή "να υποστηρίζεις". Το "alentar" έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "alentare", που σημαίνει "να δίνεις πνοή" ή "να επαναφέρεις στη ζωή".
Συνώνυμα: - estimulante (ενθαρρυντικός) - motivador (κινητήριος)
Αντώνυμα: - desalentador (αποθαρρυντικός) - negativo (αρνητικός)