Το "almacenar" είναι ένα ρήμα.
/alamθeˈnaɾ/
Η λέξη "almacenar" σημαίνει τη διαδικασία αποθήκευσης ή συγκέντρωσης αγαθών, πληροφοριών ή πρώτων υλών σε κάποιον χώρο. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία τομέων, όπως η οικονομική αποθήκευση προϊόντων, η τεχνική αποθήκευση δεδομένων και άλλοι. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα.
Es necesario almacenar los datos de manera segura.
(Είναι αναγκαίο να αποθηκεύουμε τα δεδομένα με ασφαλή τρόπο.)
La empresa decidió almacenar su inventario en un nuevo almacén.
(Η εταιρεία αποφάσισε να καταχωρήσει το απόθεμά της σε μια νέα αποθήκη.)
Es importante almacenar suficiente comida antes del invierno.
(Είναι σημαντικό να συγκεντρώνουμε αρκετό φαγητό πριν από τον χειμώνα.)
Η λέξη "almacenar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αν και δεν είναι τόσο συχνές. Ωστόσο, μπορεί να προσαρμοστεί σε φράσεις που αφορούν την αποθήκευση ή τη συγκέντρωση.
Almacenar recuerdos en la mente.
(Αποθηκεύω αναμνήσεις στο μυαλό.)
Almacenar energía para momentos difíciles.
(Αποθηκεύω ενέργεια για δύσκολες στιγμές.)
Es bueno almacenar información útil para el futuro.
(Είναι καλό να συγκεντρώνουμε χρήσιμες πληροφορίες για το μέλλον.)
Almacenar datos valiosos es esencial para cualquier negocio.
(Η αποθήκευση πολύτιμων δεδομένων είναι απαραίτητη για κάθε επιχείρηση.)
Siempre es mejor almacenar en lugar de consumir todo.
(Πάντα είναι καλύτερο να αποθηκεύεις παρά να καταναλώνεις τα πάντα.)
Η λέξη "almacenar" προέρχεται από το αραβικό "المخزن" (al-maḥzen), που σημαίνει "αποθήκη". Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα ισπανικά και εξελίχθηκε στο σημερινό της μορφή.
Συνώνυμα:
- acumular (συγκεντρώνω)
- guardar (κρατώ)
- conservar (διατηρώ)
Αντώνυμα:
- consumir (καταναλώνω)
- desperdiciar (σπαταλώ)
- liberar (απελευθερώνω)