Almibarado είναι επίθετο.
/almiβaˈɾaðo/
Η λέξη "almibarado" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που έχει καλυφθεί ή έχει εμποτιστεί με σιρόπι ή γλυκό υγρό. Συνήθως αναφέρεται σε τρόφιμα, όπως φρούτα που έχουν διατηρηθεί σε σιρόπι. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συνομιλίες που σχετίζονται με φαγητό και γλυκά.
Los duraznos están almibarados y son perfectos para el postre.
(Οι ροδάκινοι είναι γλυκισμένοι και είναι τέλειοι για το επιδόρπιο.)
Me encanta el pastel almibarado que hace mi abuela.
(Μου αρέσει το γλυκό κέικ που φτιάχνει η γιαγιά μου.)
Η λέξη "almibarado" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει περιγραφές που σχετίζονται με την γλυκύτητα, κυρίως στον τομέα της γαστρονομίας.
Este flan está tan almibarado que parece un caramelo.
(Αυτή η κρέμα είναι τόσο γλυκιά που μοιάζει με καραμέλα.)
Las frutas almibaradas son un deleite en las fiestas.
(Τα γλυκισμένα φρούτα είναι μια απόλαυση στις γιορτές.)
Me gusta el té almibarado con un toque de limón.
(Μου αρέσει το γλυκό τσάι με μια πινελιά λεμονιού.)
Η λέξη "almibarado" προέρχεται από τη λέξη "almíbar", που σημαίνει σιρόπι, και προσδιορίζει κάτι που έχει υποστεί μια διαδικασία γλυκύτητας μέσω αυτού του σιροπιού.
Συνώνυμα: - Dulce (γλυκός) - Azucarado (ζαχαρωτός)
Αντώνυμα: - Amargo (πικρός) - Salado (αλμυρός)