Το "almirante" είναι ουσιαστικό.
/ al.miˈran.te /
Η λέξη "almirante" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ναύαρχος".
Το "almirante" αναφέρεται σε υψηλόβαθμο στρατιωτικό αξιωματούχο, συνήθως στη ναυτική διοίκηση. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποιον που έχει τον τίτλο ή την ευθύνη του διοικητή ενός ναυτικού σώματος. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μάλλον υψηλή σε γραπτά κείμενα που αφορούν τη ναυτική ιστορία, στρατηγική ή πολιτική, αλλά επίσης εμφανίζεται σε προφορικό λόγο σε σχετικά πλαίσια.
El almirante dirigió la flota durante la batalla.
(Ο ναύαρχος καθοδήγησε τη ναυαρχίδα κατά τη διάρκεια της μάχης.)
El almirante recibió un reconocimiento por su valentía.
(Ο ναύαρχος έλαβε μια αναγνώριση για τη γενναιότητά του.)
Η λέξη "almirante" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εξελιχθεί σε περιφραστικές εκφράσεις σχετικά με την ηγεσία και τη στρατιωτική διοίκηση.
Aún es un joven, pero habla como un almirante.
(Είναι ακόμη νέος, αλλά μιλάει σαν να είναι ναύαρχος.)
No solo es almirante, sino un líder excepcional.
(Δεν είναι μόνο ναύαρχος, αλλά και ένας εξαιρετικός ηγέτης.)
Η λέξη "almirante" προέρχεται από την αραβική λέξη "الأمير" (al-amir), που σημαίνει "ο ηγέτης" ή "ο διοικητής". Η λέξη πέρασε σε άλλες γλώσσες μέσω των ισπανικών και των ιταλικών.
Συνώνυμα: - Jefe naval (ναυτικός διοικητής) - Comandante (διοικητής)
Αντώνυμα: - Soldado (στρατιώτης)
Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι τίτλοι που σχετίζονται με στρατιωτικές θέσεις, αλλά γενικά δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς το "almirante" αναφέρεται σε υψηλόβαθμο αξιωματούχο.