Η λέξη "almohada" είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού.
/fal.moˈa.ða/
Η λέξη "almohada" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να υποστηρίζει το κεφάλι κατά τον ύπνο ή την ανάπαυση. Εμφανίζεται συχνά σε περιβάλλοντα σχετιζόμενα με την ξεκούραση και τον ύπνο. Είναι μία από τις πιο συνήθεις λέξεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή, κυρίως στο γραπτό και τον προφορικό λόγο.
Me compré una almohada nueva para mi cama.
(Αγόρασα ένα νέο μαξιλάρι για το κρεβάτι μου.)
La almohada es muy suave y cómoda.
(Το μαξιλάρι είναι πολύ μαλακό και άνετο.)
Η λέξη "almohada" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που να περιγράφουν την κατάσταση του ύπνου ή των ονείρων:
Σημαίνει ότι κάποιος κοιμάται ή ονειρεύεται έντονα.
Aunque esté cansado, nunca me falta la almohada para descansar.
(Ακόμα κι αν είμαι κουρασμένος, ποτέ δεν μου λείπει το μαξιλάρι για να ξεκουραστώ.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σημασία της ξεκούρασης.
Es un placer hundirse en la almohada después de un largo día.
(Είναι ευχαρίστηση να βυθίζεσαι στο μαξιλάρι μετά από μια μακρά μέρα.)
Η λέξη "almohada" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "mouhade" και τη λατινική λέξη "māndō", που σημαίνει "να υποστηρίζει". Η προέλευση δείχνει τη λειτουργική χρήση της λέξης.
Συνώνυμα: - cojín (μαξιλάρι για υποστήριξη, συχνά σε καναπέ ή καρέκλα)
Αντώνυμα: - duro (σκληρό, αντίθετο της μαλακής επιφάνειας του μαξιλαριού).
Η λέξη "almohada" είναι συχνά συνυφασμένη με έννοιες που σχετίζονται με την άνεση, την ξεκούραση και την καλή ποιότητα ύπνου.