Η λέξη "almohadilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /almoˈaðiʎa/
Η λέξη "almohadilla" αναφέρεται συνήθως σε ένα μικρό μαξιλάρι ή υπόστρωμα που χρησιμοποιείται για στήριξη ή προστασία. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (π.χ. για άνεση ασθενών) και η αρχιτεκτονική (π.χ. σε έπιπλα). Είναι περισσότερο προφορική λέξη και συναντάται συχνά στην καθημερινή γλώσσα.
La almohadilla es muy cómoda para descansar.
(Το μαξιλάρι είναι πολύ άνετο για να ξεκουραστείς.)
Necesito una almohadilla para mi silla de trabajo.
(Χρειάζομαι ένα υπόστρωμα για την καρέκλα εργασίας μου.)
Usé una almohadilla para proteger mi piel.
(Χρησιμοποίησα ένα μαξιλάρι για να προστατεύσω το δέρμα μου.)
Η λέξη "almohadilla" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις που αξίζει να σημειωθούν:
Tener una almohadilla en la cabeza
(Να έχεις μια "μαξιλαρούλα" στο κεφάλι)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει μια ελαφριά κακή σκέψη ή είναι απογοητευμένος.
Estar en la almohadilla
(Να είσαι στην "μαξιλαρούλα")
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ήρεμος ή σε κατάσταση χαλάρωσης.
Hacer almohadillas de papel
(Να κάνεις "μαξιλαράκια" από χαρτί)
Αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας λεπτών στρωμάτων ή επιφανειών από χαρτί για καλλιτεχνικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Η λέξη "almohadilla" προέρχεται από το αραβικό "المخدة" (al-mikhadda), που σημαίνει "μαξιλάρι", με την προσθήκη της κατάληξης "-illa" που υποδηλώνει το diminutive (μικρό μέγεθος).
Συνώνυμα:
- cojín (μαξιλάρι)
- soporte (στήριγμα)
- almohada (μαξιλάρι)
Αντώνυμα:
- dureza (σκληρότητα)
- rigidez (ακαμψία)
- desnudez (γυμνότητα)
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "almohadilla" ελπίζω να είναι χρήσιμες!