Το "alocado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "alocado" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [alaˈkoða].
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "alocado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι τρελό ή έχει συμπεριφορά που αποκλίνει από το συνηθισμένο. Συχνά υποδηλώνει το γεγονός ότι κάποιος ενεργεί με υπερβολικό ή ασταθή τρόπο. Η χρήση του είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο στον προφορικό λόγο λόγω της καθημερινής φυσικότητας της έννοιας.
Él está realmente alocado si piensa que puede volar.
(Αυτός είναι πραγματικά τρελός αν νομίζει ότι μπορεί να πετάξει.)
No seas alocado; piensa antes de actuar.
(Μήπως είσαι τρελός; Σκέψου πριν δράσεις.)
Η λέξη "alocado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Estás alocado de creer que eso es posible.
(Είσαι τρελός να πιστεύεις ότι αυτό είναι δυνατό.)
A veces, ser alocado es lo mejor para relajarse.
(Μερικές φορές, το να είσαι τρελός είναι το καλύτερο για να χαλαρώσεις.)
No actúes alocado, piensa con calma.
(Μη δράσεις με τρελό τρόπο, σκέψου ήρεμα.)
Se volvió alocado después de tantas horas de trabajo.
(Έγινε τρελός μετά από τόσες ώρες δουλειάς.)
Η λέξη "alocado" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "alocare", που σημαίνει "να αποδεσμεύσω" ή "να απελευθερώσω". Η έννοια της ελευθερίας συχνά οδηγεί σε ανάρμοστες ή "τρελές" συμπεριφορές.
Συνώνυμα: - loco - chiflado - desquiciado
Αντώνυμα: - sensato - cuerdo - equilibrado